Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018

«Δεν έχω φίλους. Μόνο συντρόφους..»

γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*

Σαντιάγκο Ρονκαλιόλο γράφει μια συναρπαστική ιστορία για το Φωτεινό Μονοπάτι ανατέμνοντας την διάψευση των επαγγελιών της Επανάστασης-



Το τελευταίο από τα επαναστατικά κινήματα της Λατινικής Αμερικής φαντάζει ήδη ως ιστορικός αναχρονισμός. Όμως ο Ρονκαλιόλο του δίνει ζωή ερευνώντας την ζωή του έγκλειστου από το 1992 ηγέτη του Αμπιμαέλ Γκουσμάν. Ένα επίτευγμα στα όρια ρεπορτάζ και ρεαλιστικής μυθοπλασίας.
----------------------------------------------------------------------------------------
Σαντιάγκο Ρονκαλιόλο, Η Τέταρτη Ρομφαία, 
Μετάφραση Μαργαρίτα Μπονάτσου, 
σελ. 242, Καστανιώτης 2010.

     Ο τριανταπεντάχρονος περουβιανός Σαντιάγκο Ρονκαλιόλο επιβεβαιώνει εδώ ότι  δικαίως συγκαταλέγεται στα πλέον υποσχόμενα ονόματα της λογοτεχνίας. Αν και καταπιάνεται με ένα άχαρο, παραμερισμένο θέμα όπως αυτό της βίαιας δράσης του κινεζόφιλου κινήματος Φωτεινό Μονοπάτι  στις Περουβιανές Άνδεις, καταφέρνει να δώσει στην επαναστατική βία μια  οικουμενική διάσταση, αν όχι λυτρωτική, πάντως γερά εδραιωμένη σε ένα κοινωνικό υπόστρωμα ακραίας ανισότητας και φυλετικού αποκλεισμού.
     Ο Ρονκαλιόλο, που ζει εδώ και καιρό στην Ισπανία, ξεκίνησε την έρευνά του ως απεσταλμένος της εφημερίδας El Pais. Σύντομα η δουλειά του θα ξέφευγε από τα πλαίσια του απλού ρεπορτάζ. Πέφτοντας πάνω σε ένα τοίχο συλλογικών ενοχών και αποσιώπησης  της πρόσφατης ιστορίας του Περού, ο συγγραφέας θα ανακαλέσει τις παιδικές του μνήμες, θα ανασυγκροτήσει το βίαιο παρελθόν και εντέλει θα γίνει από παρατηρητής εμπλεκόμενος. Ενδεικτική σκηνή και εναρκτήριο λάκτισμα, η πρώτη ανάμνηση  από τη χώρα του στο κεφάλαιο (Ι) με  τίτλο Ο Μικρός Κομμουνιστής: Οι αστυνομικοί ξεκρεμούν από τους στύλους του ηλεκτρικού στη Λίμα σφαγμένους σκύλους. Πάνω τους η υπογραφή του Φωτεινού Μονοπατιού και η φράση «Τενγκ Σιαοπίνγκ, σκύλας γιε» -αναφορά στην εκσυγχρονιστική πορεία της Κίνας και την απαξίωση της σκέψης του Μεγάλου Τιμονιέρη. Στον αιωνίως γκρίζο ουρανό της πόλης επικρέμαται πλέον μια απειλή. Ο πόλεμος έχει κηρυχθεί.
    Ο Ρονκαλιόλο επισκέπτεται φυλακές, αναζητεί ίχνη της παιδικής ηλικίας του Γκουσμάν, ανασυστήνει την προεπαναστατική  ζωή του, επικοινωνεί με τα ετεροθαλή αδέλφια του (ο ηγέτης του Φωτεινού Μονοπατιού ήταν νόθος γιος πλουσίου πατρός και χαμηλής καταγωγής μητρός στην καθολική προπολεμική κοινωνία του Περού). Όμως δεν υποκύπτει στους εύκολους ψυχολογισμούς. Η ισπανική κληρονομιά στην χώρα των Ίνκας σκιαγραφείται προσεκτικά: πολιτισμική και φυλετική περιθωριοποίηση, «περίφραξη» των κοινόχρηστων πόρων, προϊούσα ανισότητα, εν ολίγοις μια ακραία δυιστική κοινωνία που δεν θέλει και πολύ για να εκραγεί. Σε μια εποχή όπου στη Νότια Αμερική ανθούν τα επαναστατικά κινήματα, οι απόηχοι της κουβανέζικης Επανάστασης ταξιδεύουν πάνω από τις Άνδεις, ο Τσε (τον οποίο πάντως ο Γκουσμάν περιφρονεί) πεθαίνει στην γειτονική Βολιβία, στην Αργεντινή εξαφανίζονται κατά χιλιάδες οι αντιτιθέμενοι στην στρατιωτική χούντα, το Περού διαθέτει καμιά εβδομηνταριά κομμουνιστικά κόμματα (ναι, καλά διαβάσατε). Το πώς καταφέρνει ο Γκουσμάν με υπομονετική δουλειά στις δεκαετίες του ’60 και του ΄70 να περιθωριοποιήσει τους πολιτικούς του αντιπάλους, να εκπαιδευτεί στην Κίνα «παίρνοντας το χρίσμα»,  να επαναστατικοποιήσει το φοιτητικό κίνημα και να ξεσηκώσει μέρος της αγροτιάς, περιγράφονται εδώ με μια μέθοδο περιπτωσιολογικής δόμησης της ιστορίας όπου ο αφηγητής μεταβάλλεται σταδιακά σε μέρος του προβλήματος.
    Το Φωτεινό Μονοπάτι υπήρξε το βιαιότερο κίνημα στη Νότια Αμερική με 70.000 νεκρούς. Πολλοί από αυτούς ήταν θύματα των Σωμάτων Ασφαλείας,  άλλοι προϊόν αλληλοεξόντωσης ομάδων χωρικών και παραστρατιωτικών οργανώσεων. Τμήματα της χώρας αποκλείσθηκαν από οποιαδήποτε πρόσβαση στις δεκαετίες του ’80 και του ΄90. Ο Γκουσμάν  δόμησε ένα υδροκέφαλο κίνημα με οδηγό την μονολιθική του σκέψη από όπου οποιαδήποτε παρέκκλιση τιμωρείτο με θάνατο ή ακόμη και με κάρφωμα στις αρχές. Ο Ρονκαλιόλο δεν αναζητεί απλώς τις ρίζες του κακού. Θέλει να κατανοήσει πώς ο επαναστατικός μαρξισμός μπορεί να καταντήσει θρησκευτικό δόγμα εμποτισμένο με υπερβατική βουλησιαρχία.
   
Εντέλει  κάτι ίσως μένει πίσω από αυτή την σκοτεινή ιστορία: Η επανανάδυση των ιθαγενών και της εργατικής τάξης στα πολιτικά πράγματα της Λατινικής Αμερικής μπορεί σήμερα να ανιχνευθεί σε πολλές χώρες. Γιατί, τα βίαια επαναστατικά κινήματα στη Λατινική Αμερική των δεκαετιών ’60 και ’70 έφεραν στο προσκήνιο τα αιτήματα των φυλετικά περιθωριοποιημένων Ινδιάνων – που ειδικά στις Ανδεινές Δημοκρατίες της Κολομβίας, του Περού, της Βολιβίας και του Ισημερινού συνιστούν την συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού. Έφεραν επίσης στο προσκήνιο το συλλογικό αίτημα της αναδιανομής της γης που στην αποικιοκρατούμενη Λατινική Αμερική είχε υψηλότατο βαθμό συγκέντρωσης σε ελάχιστα χέρια, συγκροτώντας αχανή λατιφούντια όπου οι άκληροι δούλευαν ως αγρεργάτες. Παράλληλα δε με το συνδικαλιστικό κίνημα που άνθισε στις μεγαλουπόλεις και που έφερε στην εξουσία λ.χ. τον βραζιλιάνο Λούλα, είχαμε και την ανάδυση του οικολογικής τάξεως συλλογικού αιτήματος για δημοκρατικό έλεγχο επί των φυσικών πόρων – ενέργεια νερό, εδάφη, βιοποικιλότητα. Παρά λοιπόν την οσμή άλλων εποχών που απελευθερώνει το άνοιγμα του σεντουκιού της μνήμης για ένα  μονολιθικό κίνημα όπως το Φωτεινό Μονοπάτι,  η Τέταρτη Ρομφαία συνιστά και μια πορεία αυτογνωσίας για τις νεότερες γενιές. Μπορεί το αποτέλεσμα της δράσης του Γκουσμάν να υπήρξε αιματηρό και συχνά απωθητικό, ωστόσο τα συλλογικά αιτήματα έφτασαν στους αποδέκτες τους. Από κει και πέρα η σημερινή πολιτική κατάσταση στην Λατινική Αμερική είναι αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσα και πάντως ανοιχτή σε πολλαπλά ενδεχόμενα, μοιάζει να μας λέει ο Ρονκαλιόλο. Κάτι είναι κι αυτό στους καιρούς που ζούμε.


 Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. 
Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.
To προτελευταίο βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφόρησε από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.
Το τελευταίο βιβλίο του "Εκουατόρια" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου