Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2017

Η κριτική λειτουργία ως έριδα και έρωτας

γράφει ο Μιχάλης Μοδινός*

Αναδημοσίευση από: Τα ΝΕΑ / ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ 


Δημήτρης Ραυτόπουλος, Η κριτική της κριτικής
σελ. 341, ΔΑΡΔΑΝΟΣ- Γκούτεμπεργκ 2017

-Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος καταθέτει εδώ μια συλλογή σημαντικών κειμένων  για το ρόλο της κριτικής και την παλινδρόμησή της μεταξύ δόγματος και μόδας, προτείνοντας την θεώρησή της ως οργανικού μέρους του λογοτεχνικού έργου-


Αυτή είναι μια κριτική εις τον κύβον. Κρίνει τον κριτικό Ραυτόπουλο που μας καταθέτει ένα πολυσήμαντο βιβλίο για τον ρόλο της κριτικής διά μέσου της ιστορίας. Δύσκολη δουλειά και όχι μόνον γιατί είναι γνωστή η αμέριστη εκτίμησή μου για το έργο του συγγραφέα, όχι μόνο γιατί ο ίδιος με έχει τιμήσει με τέσσερις εκτεταμένες κριτικές για δικά μου βιβλία (κάτι εξαιρετικά σπάνιο για έναν εξαιρετικά επιλεκτικό κριτικό),  όχι μόνο γιατί του έχω αφιερώσει το δικό μου τελευταίο βιβλίο Εκουατόρια αλλά και γιατί πρόκειται ένα αφ’ εαυτού  ιδιότυπο έργο. Προσιδιάζει μάλλον με δοκίμιο κατά την έννοια που είχε δώσει στο είδος  ο Μονταίνιος, αλλά δεν του λείπουν οι καθαρά κριτικές σελίδες, οι συνεντεύξεις του συγγραφέα όπου επεξηγεί την προβληματική του και, κυρίως, ένα ιδιαίτερα πυκνό και εκτεταμένο πρώτο κεφάλαιο όπου έχουμε μια επισκόπηση της λειτουργίας της κριτικής από την κλασσική Ελλάδα ως τις μέρες μας. Όλα δε τούτα με το ένδυμα της πολεμικής, σήμα κατατεθέν του Ραυτόπουλου που ασπάζεται προγραμματικά την αρχαιοελληνική ρητορική έριδα (λογομαχία, διακωμώδηση) ως προαγωγό της γνώσης και εν δυνάμει βελτίωση του κατατεθειμένου λόγου. Άλλωστε, ως απαρχή της κριτικής λειτουργίας προτείνει μαζί με τον Κώστα Γεωργουσόπουλο  τους Βατράχους του Αριστοφάνη όπου έχουμε μια διακωμώδηση του ευρυπίδειου πραγματισμού υπέρ της αισχύλειας μεγαλοπραγμοσύνης. (Δευτερευόντως στηλιτεύεται η παραλογοτεχνία, ο φιλολογικός λαϊκισμός  και  η εύκολη στιχουργική).
     Η πολεμική του Ραυτόπουλου –αν τον αποκωδικοποιώ σωστά- στρέφεται προς δύο κατευθύνσεις που δεν είναι διόλου άσχετες μεταξύ τους. Στο εκτεταμένο πρώτο δοκίμιο της συλλογής που είναι η αντιφώνηση κατά την ανακήρυξή του ως επιτίμου διδάκτορα του ΑΠΘ και που έχει ήδη εκδοθεί αυτόνομα από το περιοδικό Μανδραγόρας, κρίνεται μεταξύ άλλων ενδελεχώς η μετατόπιση του λογοτεχνικού γίγνεσθαι προς τον μεταμοντερνισμό. Ο κατά Ρολάν Μπαρτ «θάνατος του συγγραφέα», η δυσφήμηση του δημιουργού και του υποκειμένου της γραφής, η απώλεια του νοήματος, η  περίπου ανυπαρξία της αντικειμενικής πραγματικότητας, η θεματική εσωστρέφεια, η σχετικοποίηση της αξίας του έργου (άρα και του αξιολογικού ρόλου της κριτικής), η περίπου κατάργηση των μεγάλων θεματικών γραμμών υπέρ μιας συγχρονικής εσωστρέφειας, δέχονται την κριτική του.  Ο θρίαμβος της λεγομένης «θεωρίας» δηλαδή μιας μορφής διεπιστημονικότητας  δίχως όρια και χωρίς αξιώσεις διαψευσιμότητας ή επαλήθευσιμότητας, αντιμετωπίζει την κατεδαφιστική ανάλυση του κριτικού Ραυτόπουλου. Μεταξύ άλλων ανεκδοτολογεί παραθέτοντας στιγμιότυπο όπου ένας συνδαιτημόνας στρέφεται σε έναν άλλο με τα λόγια «Δόξα τω θεώ  που είστε τρομοκράτης, εγώ φοβόμουν μην είστε θεωρητικός». 
     Για να φτάσει ως εκεί ο Ραυτόπουλος, έχει διεξέλθει με άνεση και κοφτή άμεση γλώσσα πρακτικά όλα τα στάδια της λειτουργίας του κριτικού ως διαμεσολαβητή και ερμηνευτή του έργου, ως ένα είδος άνωθεν φυσικής επιλογής όπου τελικώς το καλύτερο (πλην ατυχήματος) θα θριαμβεύσει. Αλλά και του κριτικού ως συνδιαμορφωτή της λογοτεχνικής σκηνής, αφού με τον τρόπο του  ωθεί προς νέες κατευθύνσεις, εντάσσει το έργο στο ευρύτερο κοινωνικό/ πολιτιτισμικό του πλαίσιο, προτείνει άμεσα ή έμμεσα καινοτομίες  και λειτουργεί σα μπαμπούλας για τυχόν αστοχίες. Είναι γι αυτό που απευθυνόμενος σε νεότερους κριτικούς στην έξοχη συνομιλία του με τον Μισέλ Φάις στο περ. ΔΙΑΒΑΖΩ, τους παροτρύνει να ασχολούνται με έργα που αξίζουν τον κόπο. Πέραν τούτων όμως,  στο θετικό ισοζύγιο της κριτικής παρεισφρέει η ίδια η συγγραφική λειτουργία:  οι συγγραφείς γίνονται κάποτε κριτικοί, όχι τόσο όταν πραγματεύονται διά των ηρώων τους κάποιο έργο τέχνης αλλά όταν υπερβαίνουν το παρελθόν με την κατεστημένη θεματική και μορφική του λειτουργία (την προϊστορία του είδους, θα λέγαμε) ωθώντας την λογοτεχνία προς τα μπρος. Αυτό το «εμπρός» δεν σημαίνει αναγκαστικά το «καλύτερο» αλλά ενδεχομένως έργο προσαρμοσμένο μορφικά στην εποχή, στα επιστημονικά δεδομένα, τις νέες θεωρίες και πολιτισμικές κατακτήσεις, όπως βεβαίως την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τις μόδες ποικίλων ιστορικών περιόδων  (εδώ ο Ραυτόπουλος μας θέλει όλους – παραγωγούς, καταναλωτές και διαμεσολαβητές του γραπτού λόγου ιδιαίτερα προσεκτικούς) .
    Φυσικά, συχνά η κριτική κάνει λάθος, λόγω πρωτίστως του υποκειμενισμού που ενέχει. Εξαιρετικά συχνά μάλιστα αν σκεφτεί κανείς τον εντυπωσιακό κατάλογο έργων και συγγραφέων (από τον Μπωντλέρ και τον Ζολά ως τον Καρυωτάκη και τον Καβάφη, οι  πρόσκαιρα αποσυνάγωγοι συγκροτούν εδώ ένα εντυπωσιακό κατάλογο) που έτυχαν της σκληρής αδιαφορίας ή και λοιδωρίας κριτικών και ομοτέχνων, για να αναγνωρισθούν αργότερα, ενίοτε με στροφή 180ο των ίδιων των αμείλικτων κριτών τους. Στο βιβλίο ωστόσο έχουμε μια εξαιρετικά πυκνή συμπόρευση φιλοσοφικών θεωριών και κριτικού έργου που ερμηνεύει εν πολλοίς τις ...ερμηνείες (από τον Όσκαρ Γουάιλντ ως το Αντόρνο και από τον Ρουσσώ ως τον Χάιντεγγερ). Έχουμε με άλλα λόγια συντήξεις και αποκλίσεις, ωσμώσεις και διαχωρισμούς που άλλοτε εγκαθιδρύουν τον κριτικό ως αυτόνομο παραγωγό και άλλοτε τον τοποθετούν στο επίκεντρο του ίδιου του έργου. Έχουμε και άφθονη χολή για την κριτική προσέγγιση των έργων τους από τους θιγομένους, Ωστόσο ο Ραυτόπουλος ασχολείται ελάχιστα με μονομέρειες και συνωμοσίες και αποδίδει το  λάθος της κριτικής πρωτίστως στον δογματισμό. Ως πρωτεργάτης  από την δεκαετία του ‘50 της περίφημης «Επιθεώρησης Τέχνης» έζησε στο πετσί του της τυραννία της νομοτέλειας ή αλλιώς  την άτεγκτη κομματική γραμμή που τότε υπηρετούσε τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό (ακόμη και μετά τον θάνατο του Στάλιν).  Και αν το ένα θύμα των εσωτερικών κομματικών δικών ήταν η ελευθερία το άλλο ήταν η ίδια η ποιότητα της λογοτεχνίας. Δεν ξέρω ποιο από τα δύο βρίσκει περισσότερο ασυγχώτητο ο Ραυτόπουλος αλλά στα ιδιαίτερα  ενδιαφέρον του βιβλίου εβρίσκεται λ.χ. η διχοτόμηση του έργου του Καβάφη από τον Τσίρκα ώστε να καταβαραθρωθεί το ερωτικό, ηδονοθηρικό, «αστικό», ιδιωτικό του   έργο  υπέρ του  «δημοσίου» (πρόκειται για την λεγομένη στα φιλολογικά πράγματα «τομή του 1911»), που θα απέληγε κάποια στιγμή στην απόδοση στον Καβάφη στου χρίσματος του παρεμβατικού, κοινωνιστή κ.ά.   Ή ακόμη η ίδια η στροφή του διαγραμμένου από το κόμμα Τσίρκα στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό σε μέρη της τριλογίας του αλλά κυρίως στην Χαμένη Άνοιξη. Ή ακόμη η δυσφήμηση του μεγάλο αυτόχειρα Καρυωτάκη ως παρακμιακού,  θανατολάγνου κλπ., ιδιότητες αντικείμενες στην επαναστατική γυμναστική. Ή τέλος η μη ενασχόληση της κριτικής με τις φιλελεύθερες όψεις του Καραγάτση, ο οποίος αν και ασχολείται στα έργα του ενδελεχώς τόσο με αμιγώς πολιτικά/οικονομικά  ζητήματα (π.χ. η Σοβιετική Επανάσταση, ο Τσάρος, η ελληνική αστική τάξη, η εκβιομηχάνιση της χώρας ακόμη και το αγροτικό ζήτημα)  εντούτοις αντιμετωπίζεται από την κριτική αποκλειστικά ως συγγραφέας του βρώμικου ερωτισμού και της προτεραιότητας στον ντετερμινιστικό βιολογισμό.
    Ο Ραυτόπουλος δεν πετάει με τα απόνερα και το μωρό. Αν και μοντερνιστής, αναγνωρίζει τις ποιότητες και τις αναγκαιότητες του ρεαλισμού (βρε αδελφέ υπάρχει και η πεισματάρα πραγματικότητα), προάγει την αναγκαιότητα των μεγάλων θεμάτων,  διεξέρχεται με επιμέλεια (αν και εξ ανάγκης αποσπασματικά) όλες πρακτικά τις θεωρίες προσέγγισης του λογοτεχνικού φαινομένου, δέχεται ότι οι νέες θεωρητικές   προσεγγίσεις προσέφεραν πολλά «στην κωδικοποίηση του κόσμου» όπου στοχεύει το καλό λογοτεχνικό έργο, πριν ακόμα γίνουν δόγμα και μόδα. Η εμμονή του ωστόσο είναι η πρόοδος, η προσαρμογή, η οικουμενικότητα των αξιών του δυτικού πολιτισμού και βεβαίως της λογοτεχνίας. Αποτίει φόρο τιμής σε παραγνωρισμένους στις μέρες μας δημιουργούς όπως ο Λασκαράτος τοποθετώντας τους στο ιστορικό τους πλαίσιο, αλλά και σε συστηματικούς εργάτες της φιλολογικής έρευνας όπως ο Αλέξανδρος Αργυρίου (σε δυο μάλιστα κεφάλαια_, χωρίς να χαρίζει κάστανα πουθενά.
     Το βιβλίο θέλει προσεκτική μελέτη γιατί το λάθος του κριτικού Ραυτόπουλου είναι πως ξεκινά πάντα να γράφει με την υπόθεση εργασίας ότι οι συνομιλητές του είναι με την παραδισιακότατη έννοια του όρου μορφωμένοι επειδή αυτό εδήλωσαν. Αμφιβάλλω από τη μεριά μου αν μια χώρα που δεν κατασκευάζει ούτε τα μανταλάκια που καταναλώνει είναι σε θέση να παίζει στα δάχτυλα του ενός χεριού τον Ντεριντά.  Απλώς ως καλός ευπατρίδης ο Ραυτόπουλος δέχεται την μετά λόγου γνώση του αντιπάλου και αρχίζει αμέσως μετά την έριδα που λέγαμε και στην αρχή. Δεν μου κάνει μάλιστα εντύπωση ότι κατεστημένοι κριτικοί και πανεπιστημιακού δεν έχουν ως τώρα ασχοληθεί με το έργο. Προσωπικά δεν αναρωτιέμαι γιατί, και εύχομαι να μην αναρωτιέται και ο ίδιος.












Περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς, δίδαξε σε ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο, ενώ υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών. Στο δοκιμιακό - ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται τα βιβλία "Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς" (Στοχαστής), "Από την Εδέμ στο καθαρτήριο" (Εξάντας), "Τοπογραφίες" (Στοχαστής), "Το παιγνίδι της ανάπτυξης" (Τροχαλία) και "Η αρχαιολογία της ανάπτυξης" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Από το 2005 στράφηκε συστηματικά στην λογοτεχνία και την κριτική της. 
Από τις εκδόσεις Καστανιώτη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του "Χρυσή ακτή", 2005, "Ο μεγάλος Αμπάι", 2007, "Επιστροφή", 2009 (βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών) "Η σχεδία", 2011 (Διάκριση της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Βραβείο) και "Άγρια Δύση - μια ερωτική ιστορία", 2013.
To προτελευταίο βιβλίο "Τελευταία έξοδος: Στυμφαλία" (2014) κυκλοφόρησε από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.
Το τελευταίο βιβλίο του "Εκουατόρια" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου